ρινοσκοπικός

ρινοσκοπικός
-ή, -ό, Ν [ρινοσκοπία]
ιατρ. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη ρινοσκόπηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”